- λακωνιστής
- ο, θηλ. λακωνίστρια (Α λακωνιστής) [λακωνίζω]νεοελλ.αυτός που ασχολείται με τους Λάκωνες, που μελετά τα σχετικά με τους Λακεδαιμονίουςαρχ.1. αυτός που μιμούνταν τους Λακεδαιμονίους2. αυτός που ανήκε στη φιλοσπαρτιατική μερίδα, που συμπαθούσε τους Λακεδαιμονίους («στάσεως γενομένης ἐκπίπτουσιν οἱ λακωνισταί», Ξεν.)3. στον πληθ. οἱ λακωνισταίοι χορευτές τών τετράγωνων χορών.
Dictionary of Greek. 2013.